-
1 αποβαίνειν
-
2 ἀποβαίνειν
-
3 κατελπίζω
A hope or expect confidently,κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν Hdt.8.136
, cf. Plb.2.31.8;μηδὲν ἄγαν κ. D.S.15.33
, cf. Phld.Oec.p.73 J.: c. gen., base one's hopes upon,τῆς αὐτῶν δυνάμεως J.AJ5.1.20
:—[voice] Pass.,ἀποβαίνειν οἷα κατηλπίσθη Phld.Lib.p.27
O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατελπίζω
-
4 παραπλήσιος
A coming alongside of: hence, coming near, nearly resembling ; of numbers, nearly equal, about as many ; of size, about as large ; of age, about equal ; etc.:1 abs., Hdt.4.128, etc. ; τοιαῦτα καὶ π. such and such-like, Th.1.22 ; τὰς πράξεις ὁμοίας καὶ π. ἀποβαίνειν Isoc.l.c. ;ταὐτόν ἐστι σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg. 520a
;ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμόν Th. 7.70
;ἱππεῖς π. τὸ πλῆθος X.HG4.3.15
;ἀγωνίζεσθαι πρὸς π. ἱππέας Id.Eq.Mag.8.17
.2 freq. c. dat., ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο were about equal, of a drawn battle, Hdt.8.16 ;νῆσοι Λέσβῳ μεγάθεα παραπλήσιαι Id.1.202
;ἐσθὴς τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτη Id.5.87
;π. τούτῳ καὶ ὅμοιον D.19.196
; ὅμοι' ἢ π. τούτοις ib.307: with dat. of the person for dat. of that which belongs to the person,ἔπαθε παραπλήσια τούτῳ Hdt.4.78
, cf. Plb.1.14.2, etc.: rarely c. gen., Id.1.23.6 ; ἦχος συριγμοῦ π. Philum.Ven.21.1 (in Pl. Sph. 217b the gen. ὧν is due to the attraction).3 folld. by a relat.,τρόπῳ παραπλησίῳ, τῷ καὶ Μασσαγέται Hdt.4.172
; byκαί, Λυδοὶ νόμοισι π. χρέωνται καὶ Ἕλληνες Id.1.94
, cf. Th.5.112, 7.71 ; also π. πάσχουσιν ὥσπερ ἂν εἰ .. Isoc.1.27 : neut. παραπλήσια as Adv., π. ὡς εἰ .., perinde ac si.., Hdt.4.99 : sg., παραπλήσιον καὶ οὐ πολλῷ πλέον about the same distance and not much more, Th.7.19 ; τὸ π. D.S. 19.43 : more freq. regul. Adv. - ίως, Pl.Ap. 37a, al. ; ἆρά γ' ὁμοίως ἢ π. ; D.3.27 ; ἀγωνισάμενος π. having fought with nearly equal advantage, Hdt.1.77 ;π. τοῖς εἰρημένοις πράττοντας Isoc.5.51
, etc. ; π. καὶ .., Lat. perinde ac.., Hdt.7.119 ; π. ἔχει καθάπερ .. Pl.Ep. 321a : [comp] Comp.παραπλησιαίτερον Id.Plt. 275c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλήσιος
-
5 τηρέω
Aτετήρηκα Epicur.Sent.24
, etc.:—watch over, take care of, guard, ;πόλιν Pi.
l.c., cf. Ar.V. 210;τὰς κύνας X.Cyn.6.1
; ; rarely of persons,δαιμόνων.., αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu. 579
(troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2;τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15
:—[voice] Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: [tense] fut. [voice] Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.2 τ. ὅπως.. ἔσται take care that.., Arist.Pol. 1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib. 1307b31; τ. μὴ.. cavere ne.., Ar.Th. 580, Pl.Tht. 169c;τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276
: also in [voice] Med.,τηρώμεσθ', ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται Ar. V. 372
; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib. 1386.3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.II give heed to, watch narrowly, observe, , cf. V. 364;τὰς ἁμαρτίας Th.4.60
; , cf. Pl.R. 442a;τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946
.2 watch for a person or thing, with a part.,παραστείχοντα τηρήσας S.OT 808
; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only,ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65
;τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22
, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103;τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael. 292a8
; τὴν θήραν τ. Id.HA 623a13;τ. καιρόν Id.Rh. 1382b10
:—[voice] Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN 1167b13: c. inf., watch or look out, so as to..,ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26
.4 observe, notice, [ μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41;τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13
;τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13
.5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term,τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361
;Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766
.III observe or keep an engagement,ὅρκους Democr.239
;παρακαταθήκας Isoc.1.22
;ἀπόρρητα Lys. 31.31
;εἰρήνην D.18.89
;τὸ πρέπον Phld.Po.5.35
;τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7
.2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10;ἰδιότητας Phld.Rh.1.154
S.;τὴν ποιότητα Sor.1.51
; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας.. τ. ib. 118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use. -
6 ἀνέκβατος
ἀνέκ-βᾰτος, ον,2 not 'coming off', ὄνειρος, opp. ἀποβαίνειν, Cat.Cod. Astr.5(3).89.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκβατος
-
7 ἀποβαίνω
A- εβήσετο Il.2.35
: [tense] aor. 2 ἀπέβην: [tense] pf. ἀποβέβηκα—in these tenses intr. ([tense] pres. not in Hom.):— step off from a place, νηὸς ἀ. alight, disembark from a ship, Od.13.281; ἀπὸ τῶν νεῶν, ἀπὸ τῶν πλοίων, Hdt.5.86,4.110;ἐκ τῶν νεῶν X.HG5.1.12
:abs., disembark, Hdt.2.29, Th.1.111, etc.;ἀ. ἐς χώρην Hdt.7.8
.β, cf. E.Fr. 705, Th.4.9, Lys.2.21;ἐς τὴν γῆν Th.1.100
; ἐξ ἵππων ἀ. ἐπὶ χθόνα dismount from a chariot, Il.3.265, cf. 11.619;ἵππων 17.480
; but in D.61.23 τὸ ἀποβαίνειν seems to be the art of leaping from horse to horse (cf. ἀποβάτης)τῇ συνωρίδι τοῦ ἀποβάντος IG9(2).527.10
([place name] Larissa): generally, ἀβάτων ἀποβάς having stepped off ground on which none should step, S.OC 167.2 go away, depart, Il.1.428, 5.133, etc.;ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ολυμπον 24.468
; πρὸς δώματα, κατὰ δῶμα, Od.4.657, 715;μετ' ἀθανάτους Il.21.298
: c. gen.,ἀ. πεδίων E. Hec. 140
;ἀπὸ τῆς φάτνης X.Eq.Mag.1.16
; of death,ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσι E.Andr. 1022
; of hopes, vanish, come to nought, Id.Ba. 909 (lyr.).II of events, issue, result from,τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Hdt.9.66
; resulted,Pl.
Phlb. 39a, cf. Lg. 782e;ὅ τι ἀποβήσεται Id.Prt. 318a
, etc.; τὸ ἀποβαῖνον, [var] contr. τὠποβαῖνον, the issue, event, Hdt.2.82, etc.; τὰ ἀποβαίνοντα, τὸ ἀποβάν, the results, Th.1.83, 2.87; the probable results,Id.
3.38, cf. S.E.M.5.103.2 freq. with an Adv. or other qualifying phrase, σκοπέειν.. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται how it will turn out, issue, Hdt.1.32; ἀ. τῇ περ εἶπε ib.86; ἀ. κατὰ τὸ ἐόν ib.97; ἀ. παρὰ δόξαν, ἀ. τοιοῦτον, Id.8.4,7.23;τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα E. Med. 1419
, cf. X.Cyr.1.5.13;πολέμου τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Plb.26.6.15
;οὐδὲν αὐτῷ.. ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν Th.4.104
, cf. 3.26;παρὰ γνώμην ἀ. 5.14
; opp.κατὰ γνώμαν ἀ. Theoc.15.38
;πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ὑμῖν ἀποβῆναι; And.1.131
.3 abs., turn out well, succeed,ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Th.4.39
, cf. 5.14; of dreams, turn out true, Arist.Div. Somn.463b10.4 of persons, with an Adj., turn out, prove to be so and so, ἀ. οὐ κοινοί prove partial, Th.3.53;ἀ. χείρους Pl.Lg. 952b
;φρενιτικοὶ ἀ. Hp.Coac. 405
;τύραννος ἐκ βασιλέως ἀ. Plb.7.13.7
; also of a wound,ἰάσιμον ἀ. Pl.Lg. 878c
.b with εἰς.., ἀ. εἰς τὰ πολιτικὰ οἱ τοιοῦτοι prove fit for public affairs, Id.Smp. 192a;ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀ. Theoc.13.15
.c of conditions, etc., ἀπέβη ἐς μουναρχίην things ended in a monarchy, Hdt.3.82; ;ἀποβήσεται εἰς μαρτυρίαν Ev.Luc.21.13
.5 of space, μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκῦα reaching, extending to.., Pl.Criti. 112a.6 τῷ ἀποβεβηκότι ποδί with the hind foot, opp. τῷ προβεβηκότι, Arist.IA 706a9.B causal, in [tense] aor. 1 ἀπέβησα, cause to dismount, disembark, land (in which sense ἀποβιβάζω serves as [tense] pres.),ἀ. στρατιήν Hdt.5.63
, 6.107;ἐς τὴν Ψυττάλειαν Id.8.95
.II hence, in [voice] Pass., τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος a leg put out so as not to bear the weight of the body, Hp.Art.52:—[voice] Act., Id.Mochl.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβαίνω
См. также в других словарях:
ἀποβαίνειν — ἀποβαίνω step off from pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek